- συνεξόμνυμι
- Αμέσ. συνεξόμνυμαιαρνούμαι με όρκο κάτι μαζί με κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐξόμνυμι «αρνούμαι κάτι με όρκο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… … Dictionary of Greek